Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν αιμορροϊδικές φλέβες, οι οποίες αποτελούν ομάδες φλεβών που βρίσκονται ακριβώς κάτω από τους βλεννογόνους που καλύπτουν το κατώτερο μέρος του ορθού και του πρωκτού. Βασικός τους ρόλος είναι να ελέγχουν τις κενώσεις και να παρέχουν προστασία στο βλεννογόνο του εντέρου απέναντι σε τραυματισμούς. Οι συγκεκριμένες φλέβες ωστόσο ενδέχεται να διογκωθούν και να διασταλούν, προκαλώντας συμπτώματα αιμορροϊδοπάθειας. Αυτό συμβαίνει όταν ασκείται επιπλέον πίεση σε αυτή την κατηγορία φλεβών, η οποία μπορεί να οφείλεται σε πλήθος παραγόντων. Οι αιμορροΐδες διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τις εσωτερικές και τις εξωτερικές, οι οποίες διαμορφώνονται ανάλογα με την περιοχή εμφάνισής τους.
Οι εσωτερικές αιμορροΐδες εμφανίζονται στο κάτω μέρος του ορθού, ενώ οι εξωτερικές αιμορροΐδες αναπτύσσονται κάτω από το δέρμα γύρω από τον πρωκτό. Οι εξωτερικές αιμορροΐδες είναι ορατές στο μάτι και συνήθως συνοδεύονται από δυσάρεστα συμπτώματα, επειδή το δέρμα στην περιπρωκτική περιοχή παρουσιάζει ερεθισμό. Παράλληλα, η υψηλή συγκέντρωση αίματος σε μια εξωτερική αιμορροΐδα ενδέχεται να σχηματίσει ένα θρόμβο αίματος.
Οι εσωτερικές αιμορροΐδες είναι συνήθως ανώδυνες, ακόμη και όταν προκαλούν αιμορραγία. Η συγκεκριμένη κατηγορία αιμορροΐδων μπορεί να παρουσιάσει πρόπτωση ή να επεκταθεί πέρα από τον πρωκτό. Σε αυτή την περίπτωση, πραγματοποιείται περαιτέρω ταξινόμηση σε 4 βαθμούς, ανάλογα με το βαθμό πρόπτωσης. Στην περίπτωση πρώτου βαθμού η πρόπτωση είναι ανύπαρκτη, ενώ στα επόμενα στάδια οι αιμορροϊδικές φλέβες προπίπτουν. Στο τέταρτο στάδιο η πρόπτωση λαμβάνει μόνιμη μορφή και δε μπορεί να αναταχθεί από μόνη της. Όταν μια αιμορροΐδα προεξέχει, μπορεί να συλλέξει μικρές ποσότητες βλέννας και μικροσκοπικά σωματίδια κοπράνων που μπορεί να προκαλέσουν οίδημα και κνησμό.
Οι διογκωμένες αιμορροΐδες ενδέχεται να εμφανιστούν εξαιτίας πλήθους παραγόντων που σχετίζονται με κληρονομικούς κι επίκτητους παράγοντες. Η κληρονομική προδιάθεση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ιδίως αν υπάρχει ιστορικό αιμορροϊδοπάθειας στην οικογένεια. Στις αιτίες εκδήλωσης της πάθησης συγκαταλέγεται η χρόνια δυσκοιλιότητα, καθώς η καταπόνηση κατά την κένωση ασκεί πρόσθετη πίεση στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, αλλά και η χρόνια διάρροια.
Το αυξημένο σωματικό βάρος εντείνει την άσκηση πίεσης στην πυελική χώρα, αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης αιμορροΐδων, ενώ η υιοθέτηση ελλιπών διατροφικών συνηθειών όπως η μειωμένη πρόσληψη φυτικών ινών μπορεί να συμβάλει στην εκδήλωση της πάθησης. Η παρατεταμένη παραμονή σε καθιστή θέση, ειδικά στην τουαλέτα, η άρση βαρέων αντικειμένων, η πρωκτική σεξουαλική επαφή μπορεί να προκαλέσει αιμορροΐδες ή να επιδεινώσει τις υπάρχουσες. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ιστοί στο ορθό γίνονται πιο αδύναμοι και οι ορμόνες κάνουν τις φλέβες να χαλαρώνουν και να διογκώνονται, διευκολύνοντας την εμφάνιση αιμορροϊδοπάθειας.
Μέχρι την ηλικία των 50 ετών, η πλειοψηφία των ατόμων ενδέχεται να εκδηλώσει ένα ή περισσότερα από τα συμπτώματα που προκαλούν αιμορροΐδες. Τα συμπτώματα της πάθησης γίνονται εύκολα αντιληπτά και περιλαμβάνουν την εκδήλωση πόνου κι αιμορραγίας κατά την κένωση, την αίσθηση καύσου και κνησμού, την εμφάνιση εξογκώματος και οιδήματος στην περιοχή του πρωκτού. Η εκδήλωση ορθικής πρόπτωσης συνοδεύεται από σε πολλές περιπτώσεις από κακοσμία και ακράτεια αερίων και κοπράνων.
Η διάγνωση της πάθησης πραγματοποιείται με λήψη του ιστορικού του ασθενούς και κλινική εξέταση, ενώ μπορεί να διενεργηθεί ακτινογραφία με τη χρήση αδιαφανούς κλύσματος ή και σιγμοειδοσκόπηση. Στα πρώτα στάδια συστήνεται συντηρητική αντιμετώπιση, με αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες οι οποίες περιλαμβάνουν αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών με ταυτόχρονο περιορισμό των λιπαρών ή πικάντικων τροφών, ενώ πραγματοποιείται παράλληλα χορήγηση αλοιφών κι υπακτικών. Αν η πάθηση δε σημειώσει βελτίωση με τις συντηρητικές μεθόδους αντιμετώπισης, αν εντοπίζεται σημαντικός βαθμός πρόπτωσης ή θρόμβωση, τότε συνιστάται χειρουργική επέμβαση. Η αιμορροϊδεκτομή αποτελεί τη συνιστώμενη μέθοδο χειρουργικής αντιμετώπισης των αιμορροΐδων, η οποία πραγματοποιείται με την αφαίρεση των φλεγμαινόντων φλεβών.