Οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου συνιστούν διαταραχές που προκαλούν χρόνια φλεγμονή στον πεπτικό σωλήνα, επηρεάζοντας το πεπτικό σύστημα.
Συχνά θεωρούνται ως αυτοάνοσο νόσημα, ωστόσο η χρόνια φλεγμονή μπορεί να μην οφείλεται στο ανοσοποιητικό σύστημα που επιτίθεται στον ίδιο του τον εαυτό. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα της επίθεσης του ανοσοποιητικού συστήματος σε κύτταρα του πεπτικού συστήματος, προκαλώντας φλεγμονή που οδηγεί σε καταστροφές του εντερικού τοιχώματος. Ένας συνδυασμός κληρονομικών, γενετικών ή και περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση του συγκεκριμένου είδους φλεγμονής. Οι δύο βασικοί τύποι φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου είναι η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn.
Η ελκώδης κολίτιδα εκδηλώνεται με φλεγμονή και εμφάνιση μικροσκοπικών πληγών (έλκη) στην επιφανειακή επένδυση του βλεννογόνου του παχέος εντέρου και του ορθού. Τα κύρια συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενη διάρροια, η οποία μπορεί να περιέχει αίμα, βλέννα ή πύον, πόνο στην κοιλιακή χώρα, έντονη ανάγκη για κένωση, υπερβολική κόπωση, απώλεια όρεξης και βάρους και πυρετό. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων ποικίλλει, ανάλογα με την έκταση και τη σοβαρότητα της φλεγμονής. Μάλιστα, οι ασθενείς που πάσχουν από ελκώδη κολίτιδα παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η νόσος του Crohn, αντιθέτως, συνιστά φλεγμονή που εντοπίζεται διαφορετικές περιοχές καθ’όλη την έκταση του πεπτικού σωλήνα, από τη στοματική κοιλότητα μέχρι την πρωκτική περιοχή. Τα συμπτώματα της νόσου του Crohn μπορεί να κυμαίνονται από ήπια μέχρι πολύ έντονα, παρουσιάζοντας εξάρσεις και υφέσεις. Τα συμπτώματα της νόσου του Crohn περιλαμβάνουν διάρροια, πυρετό, αίσθημα κόπωσης, πόνο στην κοιλιακή χώρα, εκδήλωση αιμορραγίας κατά τις κενώσεις, εμφάνιση ερεθισμού στην στοματική κοιλότητα, απώλεια βάρους κι όρεξης, πόνο ή εμφάνιση ξηρότητας στην πρωκτική περιοχή. Παράλληλα, η νόσος προκαλεί σε αρκετές περιπτώσεις την εμφάνιση πρωκτικού αποστήματος ή συριγγίου, αλλά και την εκδήλωση εντερικής απόφραξης ή διάτρησης. Σε προχωρημένες περιπτώσεις εκδηλώνεται φλεγμονή στο δέρμα, στα μάτια, τις αρθρώσεις, το ήπαρ και τη χοληδόχο κύστη.
Οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου διαγιγνώσκονται μέσα από τη λήψη ιστορικού του ασθενούς, την κλινική εξέταση και τη διενέργεια εργαστηριακών αναλύσεων και κολονοσκόπησης, η οποία συνοδεύεται από βιοψία. Με την επιβεβαίωση της διάγνωσης ακολουθεί σε πρώτο στάδιο συντηρητική αντιμετώπιση, προκειμένου να μειωθεί η φλεγμονή και τα δυσάρεστα συμπτώματα αυτής. Η θεραπεία αποτελείται από τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για υποχώρηση της φλεγμονής και καταστολή της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού, υιοθέτηση αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής. Ωστόσο, αν μέσα από τη συντηρητική θεραπεία δεν παρουσιαστεί ύφεση των συμπτωμάτων ή εκδηλωθούν σοβαρές επιπλοκές, τότε ενδείκνυται χειρουργική αντιμετώπιση.
Οι επιπλοκές που επιβάλουν τη χειρουργική αντιμετώπιση είναι η διάτρηση του εντέρου, η εκδήλωση σοβαρής αιμορραγίας, ή η διάταση του εντέρου και η εκδήλωση σήψης, μια πάθηση που ονομάζεται τοξικό μεγάκολο. Στην ελκώδη κολίτιδα συνήθως πραγματοποιείται κολεκτομή με την αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου και αναστόμωση των υγιών τμημάτων του οργάνου ή διενέργεια προσωρινής ή μόνιμης κολοστομίας. Στη νόσο του Crohn πραγματοποιείται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του λεπτού εντέρου. Παράλληλα, αντιμετωπίζονται χειρουργικά παθήσεις που προκαλεί η συγκεκριμένη νόσος, όπως αποστήματα, και συρίγγια τα οποία δεν υποχωρούν με συντηρητικές θεραπευτικές μεθόδους.