Η βουβωνοκήλη αποτελεί την πιο συχνή σε εμφάνιση μορφή κήλης στο κοιλιακό τοίχωμα, η οποία εντοπίζεται στην περιοχή του βουβωνικού πόρου. Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζεται στην περιοχή ανάμεσα στον κορμό και τον μηρό, στην δεξιά ή την αριστερή πλευρά, ή και στις δύο ταυτόχρονα. Στον ανδρικό πληθυσμό ενδέχεται να εκτείνεται έως την περιοχή του όσχεου, όπου σε αυτή την περίπτωση χαρακτηρίζεται ως οσχεοβουβωνοκήλη. Σχηματίζεται εξαιτίας της προεξοχής μαλακού ιστού μέσα από ένα αδύναμο σημείο στους μυς του κοιλιακού τοιχώματος. Ο μαλακός αυτός ιστός ενδέχεται να αποτελείται από λίπος ή τμήμα των ενδοκοιλιακών σπλάχνων. Το μέγεθος της συγκεκριμένης μορφής κήλης ποικίλλει, καθώς μπορεί να εμφανιστεί ως μικροσκοπικό ογκίδιο, ή και ως μεγάλο μόρφωμα στη βουβωνική χώρα.
Η πλειοψηφία των συγκεκριμένων μορφών κηλών εκδηλώνονται σε τμήματα του βουβωνικού πόρου που παρουσιάζουν αδυναμία, είτε από τη στιγμή της γέννησης, εξαιτίας δυσλειτουργιών στη συνδεσμολογία των κοιλιακών τοιχωμάτων, είτε κατά τη διάρκεια της ζωής εξαιτίας της φθοράς και της εκδήλωσης αδυναμίας σε αυτά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ανδρικός πληθυσμός ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της συγκεκριμένης πάθησης σε σχέση με το γυναικείο.
Αιτίες που αυξάνουν την άσκηση ενδοκοιλιακής πίεσης συνδράμουν στην εκδήλωση βουβωνοκήλης, όπως η παχυσαρκία, το κάπνισμα, ο χρόνιος βήχας, η χρόνια δυσκοιλιότητα εξαιτίας κάποιας πάθησης στο πνευμονολογικό σύστημα. Παράλληλα, η εγκυμοσύνη, ιδίως αν έχει προκύψει διαδοχικά σε σύντομα χρονικά διαστήματα ή η κύηση διδύμων ή τριδύμων λειτουργεί ως παράγοντας εκδήλωσης της πάθησης. Η καλοήθης υπερλασία του προστάτη και η φαρμακευτική αγωγή με στεροειδή αυξάνουν τις πιθανότητες για εκδήλωση της συγκεκριμένης μορφής κήλης. Η άρση σημαντικού όγκου βαρών στα πλαίσια αθλητικών δραστηριοτήτων ή βαριών χειρωνακτικών εργασιών ενδέχεται να οδηγήσει στην εμφάνιση βουβωνοκήλης. Στα πιθανά αίτια εμφάνισης συγκαταλέγεται επίσης κάποιος παλαιότερος τραυματισμός ή η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης στην κοιλιακή χώρα, συνθήκες οι οποίες προκαλούν αποδυνάμωση στους μύες του κοιλιακού τοιχώματος.
Ως προς τα συμπτώματα που προκαλεί μια βουβωνοκήλη, αυτά ενδέχεται να είναι ανύπαρκτα πέρα από την εμφάνιση μιας διόγκωσης στο κοιλιακό τοίχωμα. Στα πιο κοινά συμπτώματα της πάθησης συγκαταλέγεται η εκδήλωση έντονου πόνου στο σημείο της κήλης, ιδιαίτερα αν ο ασθενής βήχει, σηκώνει αρκετό βάρος, ή κατά τη διάρκεια συνεχιζόμενης ορθοστασίας. Ο ασθενής ενδέχεται να αισθανθεί αδυναμία ή αυξημένη πίεση στη βουβωνική περιοχή, ενώ δεν αποκλείεται στον ανδρικό πληθυσμό να εκδηλωθεί πόνος και αισθητή διόγκωση στη περιοχή του οσχέου.
Η βουβωνοκήλη μπορεί να μετατραπεί σε επικίνδυνη ιατρική κατάσταση, εάν προκληθεί περίσφιξη. Εάν εκδηλωθεί περίσφιξη του στομίου της κήλης, τότε ασκείται σημαντική πίεση στο τμήμα του εντέρου που προβάλλει από αυτή, προκαλώντας σε αυτό ισχαιμία. Η ισχαιμία του εντέρου μπορεί να οδηγήσει σε διάτρηση του οργάνου, όπου το περιεχόμενό του διαφεύγει προκαλώντας περιτονίτιδα ή σήψη. Η συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να αποβεί απειλητική για τη ζωή του ασθενούς, οπότε χρήζει άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης. Προς αποφυγή της συγκεκριμένης κατάστασης, έχει καθιερωθεί η βουβωνοκήλη αλλά και κάθε μορφή κήλης στο κοιλιακό τοίχωμα να αντιμετωπίζεται χειρουργικά, για την πλήρη απομάκρυνση των συμπτωμάτων. Πλέον, η πλειοψηφία των συγκεκριμένων επεμβάσεων διενεργείται λαπαροσκοπικά, παρέχοντας σημαντικά μετεγχειρητικά οφέλη στον ασθενή.