Το παχύ έντερο αποτελεί το τελευταίο τμήμα του πεπτικού σωλήνα με κυρίαρχη λειτουργία την αποβολή των κοπράνων που έχουν δημιουργηθεί μέσω της πέψης. Ωστόσο, σε αυτό ενδέχεται να προκύψουν αρκετές διαταραχές, οι οποίες χρήζουν άμεσης χειρουργικής επέμβασης. Η χειρουργική μέθοδος για την αντιμετώπιση παθήσεων του παχέος εντέρου αποτελείται από τη τμηματική ή ολική αφαίρεση του οργάνου, και ονομάζεται κολεκτομή.
Η κολεκτομή ενδείκνυται σε περιπτώσεις αιμορραγίας η οποία δε μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από την κολονοσκόπηση, ειλεού, δηλαδή απόφραξης του παχέος εντέρου, ή διάτρησης του οργάνου. Παράλληλα, η συγκεκριμένη επέμβαση διενεργείται σε περίπτωση ύπαρξης καλοήθους όγκου στο παχύ έντερο ή κάποιου πολύποδα, όπου και στις δύο περιπτώσεις δεν ήταν δυνατή η εκτομή, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους, κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης. Η κολεκτομή αποτελεί την ενδεδειγμένη μέθοδο θεραπείας στην περίπτωση οικογενούς αδενωματώδους πολυποδίασης ή κακοήθειας, δηλαδή καρκίνου του παχέος εντέρου. Η αντιμετώπιση των φλεγμονοδών παθήσεων του εντέρου, όπως η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn, σε περίπτωση που αποτύχουν οι συντηρητικές θεραπευτικές επιλογές, πραγματοποιείται μέσα από την αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του εντέρου.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση του παχέος εντέρου. Πιο συγκεκριμένα, η ολική κολεκτομή περιλαμβάνει την αφαίρεση ολόκληρου του παχέος εντέρου, ενώ η μερική ή τμηματική κολεκτομή αφορά την αφαίρεση τους τμήματος του παχέος εντέρου στο οποίο εντοπίζεται η προβληματική παθολογία. Έτσι, ανάλογα με την πάσχουσα περιοχή, υπάρχει η δυνατότητα πραγματοποίησης δεξιάς ή αριστερής ημικολεκτομής, σιγμοειδεκτομής, η οποία περιλαμβάνει πρόσθια εκτομή, ή ορθο-σιγμοειδεκτομής, κατά την οποία γίνεται χαμηλή πρόσθια εκτομή.
Έπειτα από την απομάκρυνση του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου τα υγιή τμήματα του οργάνου επανασυνδέονται μεταξύ τους, πραγματοποιείται δηλαδή αναστόμωση αυτών. Αν η επανασύνδεση δεν είναι εφικτή, τότε πραγματοποιείται κολοστομία, όπου τα κόπρανα αποβάλλονται μέσα από ένα άνοιγμα στο κοιλιακό τοίχωμα, και συλλέγονται σε ειδική σακούλα. Η κολοστομία μπορεί να τοποθετηθεί προσωρινά ή μόνιμα.
Η κολεκτομή μπορεί να διενεργηθεί με δύο τεχνικές, είτε με ανοιχτό χειρουργείο, είτε με λαπαροσκοπική μέθοδο. Η ανοιχτή κολεκτομή συνήθως πραγματοποιείται με τη διενέργεια μιας κάθετης επιμήκους τομής, η οποία μπορεί να εκτείνεται από 10 έως 30 εκατοστά στην περιοχή του ομφαλού. Το μήκος της τομής ορίζεται με βάση το σωματότυπο του κάθε ασθενούς, και πρέπει να επιτρέπει στον εκάστοτε χειρουργό τη βέλτιστη ευχέρεια χειρισμού των χειρουργικών εργαλείων.
Η λαπαροσκοπική κολεκτομή πραγματοποιείται έπειτα από γενική αναισθησία με τη διενέργεια τριών ή τεσσάρων μικροσκοπικών τομών (έως ενός εκατοστού) σε διάφορες περιοχές της κοιλιακής χώρας. Από τις τομές αυτές ο χειρουργός αφαιρεί το πάσχον τμήμα του παχέος εντέρου ή ολόκληρο το όργανο, όμοια με την ανοιχτή τεχνική, αφού διοχετεύσει αέριο διοξειδίου του άνθρακα στην κοιλιακή χώρα, ώστε να δημιουργηθεί ο κατάλληλος χώρος που να επιτρέπει την ομαλή διεξαγωγή της επέμβασης. Μέσω της μίας από τις τομές εισάγει στο εσωτερικό της κοιλιάς το λαπαροσκόπιο, ένα μακρόστενο όργανο με κάμερα στο άκρο του, ενώ μέσα από τις υπόλοιπες γίνεται η τοποθέτηση των χειρουργικών εργαλείων.
Η λαπαροσκοπική κολεκτομή διενεργείται από το χειρουργό με την παρακολούθηση του εσωτερικού της κοιλιακής χώρας και των χειρουργικών κινήσεων σε οθόνη υψηλής ευκρίνειας. Η κάμερα που διαθέτει το λαπαροσκόπιο στο άκρο του μεταφέρει σε μεγεθυμένη εικόνα το εσωτερικό της πάσχουσας περιοχής αλλά και της περιτοναϊκής κοιλότητας. Αφού ολοκληρωθεί επιτυχώς η επέμβαση, η μία από τις τομές επιμηκύνεται ώστε να εξαχθεί από αυτή το τμήμα του παχέος εντέρου στο οποίο εντοπίζεται η παθολογική αιτία αφαίρεσης. Στο τέλος αποκαθίσταται η λειτουργία του γαστρεντερικού σωλήνα με τη μέθοδο της αναστόμωσης.
Η λαπαροσκοπική μέθοδος προσφέρει άριστα αισθητικά αποτελέσματα, ταχύτερο χρόνο ανάρρωσης κι επανόδου του ασθενούς στις καθημερινές του δραστηριότητες, ενώ περιορίζει τις μετεγχειρητικές επιπλοκές. Ωστόσο, η επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής τεχνικής για την κολεκτομή έγκειται στην κρίση του χειρουργού και την κατάσταση της υγείας των ασθενών. Άτομα στα οποία έχει διενεργηθεί στο παρελθόν κάποια επέμβαση στην κοιλιακή χώρα ή έχουν διαγνωστεί με νοσήματα στους πνεύμονες ή την καρδιά δεν αποτελούν κατάλληλους υποψήφιους για λαπαροσκοπική κολεκτομή.