Οι παθήσεις χοληφόρων αφορούν νοσήματα τα οποία πλήττουν τη χοληδόχο κύστη, τα χοληφόρα αγγεία, το χοληδόχο πόρο αλλά και άλλα δομικά στοιχεία του οργανισμού που είναι αρμόδια να παράγουν αλλά και να μεταφέρουν τη χολή. Η χολή συνιστά ένα πεπτικό υγρό, το οποίο παράγεται από το ήπαρ και με τη μεταφορά του στο δωδεκαδάκτυλο του λεπτού εντέρου, παρέχει σημαντική βοήθεια στη διαδικασία της πέψης των τροφών. Η ροή της χολής εκκινεί από το ήπαρ, και στη συνέχεια με τη συνεισφορά των χοληφόρων καταλήγει στο λεπτό έντερο. Έπειτα, ολοκληρώνει τον εντεροηπατικό κύκλο με την επιστροφή στους χοληφόρους πόρους και το ήπαρ. Οποιαδήποτε διαταραχή στο σύστημα ροής της χολής ενδέχεται να προκαλέσει ένα σημαντικό αριθμό παθήσεων.
Η πιο κοινή ανάμεσα στις παθήσεις των χοληφόρων είναι η χολολιθίαση. Η συγκεκριμένη πάθηση αποτελεί την πιο ευρέως διαδεδομένη γαστρεντερική νόσο, η οποία χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό συμπαγών μορφωμάτων με τη μορφή λίθων στη χοληδόχο κύστη. Υπάρχει πιθανότητα οι λίθοι να εντοπιστούν σε διαφορετικά τμήματα των χοληφόρων, ωστόσο η πιο συχνή εντόπισή τους είναι στη χοληδόχο κύστη. Οι περισσότεροι χολόλιθοι αποτελούνται από χοληστερόλη, εξαιτίας της έκκρισης χολής υπερκορεσμένης με χοληστερόλη από το ήπαρ. Οι χολόλιθοι μπορεί να λάβουν εξαιρετικά μικρό μέγεθος όσο ένας κόκκος άμμου, αλλά και να αναπτυχθούν τόσο ώστε να φτάσουν το μέγεθος μιας μπάλας του γκολφ.
Οι αιτίες που ευθύνονται για την εκδήλωση χολολιθίασης μπορεί να οφείλονται σε γενετικούς, διατροφικούς ή μικροβιακούς παράγοντες. Κοινοί παράγοντες κινδύνου για το σχηματισμό λίθων στη χολή αποτελούν το γυναικείο φύλο εξαιτίας των ορμονικών διαταραχών αλλά και της εγκυμοσύνης, το οικογενειακό ιστορικό χολολιθίασης, η προχωρημένη ηλικία, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου και οι διατροφικές συνήθειες που περιλαμβάνουν κατανάλωση γευμάτων με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και χοληστερόλη. Συχνά, οι ασθενείς με πέτρες στη χολή δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Εάν ωστόσο η χολολιθίαση μετατραπεί σε συμπτωματική, τότε παρουσιάζεται πόνος στην άνω δεξιά κοιλιακή χώρα, ναυτία, αίσθημα φουσκώματος, εμετός και πυρετός. Τα συμπτώματα συχνά εκδηλώνονται μετά τα γεύματα, ειδικά γεύματα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Αν εκδηλωθεί εξαιρετικά έντονος πόνος, ίκτερος ή πυρετός συνοδευόμενος από τρέμουλο, τότε είναι απαραίτητη η επίσκεψη σε ιατρό.
Άλλες παθήσεις χοληφόρων συνιστούν η ύπαρξη πολυπόδων στη χοληδόχο κύστη, οι οποίοι αποτελούν εξογκώματα του βλεννογόνου στο εσωτερικό της χοληδόχου κύστης. Στην πλειοψηφία τους είναι καλοήθεις και παραμένουν ασυμπτωματικοί, ενώ εκδηλώνουν συμπτώματα μόνο εάν προκαλέσουν απόφραξη της κύστης. Σε σπάνιες περιπτώσεις ενδέχεται να μετατραπούν σε καρκινικούς, προκαλώντας καρκίνο της χοληδόχου κύστης. Στις παθήσεις χοληφόρων συγκαταλέγεται επίσης η χοληδοχολιθίαση, δηλαδή η ύπαρξη χολόλιθου στην περιοχή του κοινού χοληδόχου πόρου, αλλά και η οξεία ή χρόνια χολοκυστίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή της χοληδόχου κύστεως εξαιτίας της απόφραξης του πόρου της χοληδόχου κύστης από κάποιο λίθο. Η οξεία μορφή της συγκεκριμένης πάθησης μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει διάτρηση της χοληδόχου κύστης, προκαλώντας περιτονίτιδα.
Η ατρησία των χοληφόρων, η συγγενής κύστη χοληδόχου πόρου, η οξεία χολαγγειίτιδα, η οποία προκαλείται έπειτα από εκδήλωση φλεγμονής στα χολαγγεία, τα νεοπλάσματα της χοληδόχου κύστης, δηλαδή η ύπαρξη καρκινικού όγκου συγκαταλέγονται στις παθήσεις χοληφόρων, με δυσμενή για τον ασθενή συμπτώματα. Για τη θεραπεία των συγκεκριμένων παθήσεων στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συστήνεται η αφαίρεση της χοληδόχου κύστης μέσα από μια επέμβαση που ονομάζεται χολοκυστεκτομή. Η χολοκυστεκτομή στην πλειοψηφία της διενεργείται λαπαροσκοπικά, ελαχιστοποιώντας τις μετεγχειρητικές επιπλοκές. Σε περίπτωση φλεγμονής, χορηγούνται στον ασθενή φάρμακα και αντιβιοτική αγωγή, ώστε να πραγματοποιηθεί υποχώρηση αυτής πριν τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης.